- ολογράφω
- ὁλογράφω (Μ)γράφω ένα κείμενο ολόκληρο, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολογραφώ — ὁλογραφῶ, έω (Α) [ολόγραφος] γράφω λέξη με όλα της τα γράμματα, όχι συντετμημένα ή με τα αρχικά … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek